αξιος

αξιος
    ἄξιος
    3
    1) стоящий, ценою в
    

(λέβης βοός ἄ. Hom.; στολέ πολλοῦ χρυσοῦ ἀξία Xen.)

    πολλοῦ ἄξιον νομίζειν τι Plut. — высоко ценить что-л.

    2) достойный, заслуживающий
    

(τινος Hom., Eur. etc.)

    πεφάσθαι ἄ. ἀντί τινος Hom. — достойный отдать жизнь за кого-л.;
    ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων Aesch. — понеся кару, равную преступлению;
    οὐ συμβαλέειν ἄ. περί τινος Her. — не идущий ни в какое сравнение относительно чего-л.;
    ἄ. θαυμάσαι Thuc. — достойный удивления;
    τί δ΄ ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς ; Eur. — чем заслужил(а) я это изгнание?;
    ἀκούσατε καὴ γὰρ ἄξιον Xen. — послушайте, это стоит того (чтобы быть выслушанным)

    3) достойный, заслуженный
    

(δίκη Soph., Xen.; χάρις Xen.)

    4) ценный, дорогой
    

(δῶρα Hom.)

    5) высокий, значительный
    

(ὦνος, ἄποινα Hom.)

    6) достойный, почтенный, уважаемый
    

(ἄνδρες Her.)

    7) соответствующий, достаточный
    

(ἄξια τοῦ πολέμου χρήματα Dem.)

    8) равный по достоинству или званию
    

(οἱ ἑωϋτοῦ ἄξιοι Her.)

    9) сходный по цене, дешевый
    

(ἀξιώτερον τὸν σῖτον ὠνεῖσθαι Lys.; ἄξια ταῦτα ὠνήσω Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "αξιος" в других словарях:

  • .άξιος — ἄξιος , ἄξιος counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀξιός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄξιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξιος — counterbalancing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — α, ο, επίρρ. άξια 1. ικανός, κατάλληλος για κάτι: Είναι άξιος να πετύχει και μεγαλύτερα πράγματα. 2. αντάξιος για κάποιον ή για κάτι: Είναι άξιος θαυμασμού για όσα κατόρθωσε. 3. φρ. «άξιος! άξιος!», αναφώνηση επιδοκιμασίας στη χειροτονία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αξιός — Sp Várdaras Ap Вардар/Vardar makedoniškai Sp Áksijas Ap Αξιός/Aksios graikiškai L u. Makedonijoje ir Š Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ἀξιώτερον — ἄξιος counterbalancing adverbial comp ἄξιος counterbalancing masc acc comp sg ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτάτων — ἄξιος counterbalancing fem gen superl pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωτέρων — ἄξιος counterbalancing fem gen comp pl ἄξιος counterbalancing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιώτατα — ἄξιος counterbalancing adverbial superl ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»